προαποσμήχω

προαποσμήχω
ΜΑ
1. καθαρίζω προηγουμένως («τρίχας προαποσμηχθείσας Κιμωλίᾳ γῇ», Διοσκ.)
2. πλένω κάτι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀποσμήχω «καθαρίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”